- μπασαβιόλα
- η(λ. ιταλ.), είδος βιολιού, το κοντραμπάσο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπασαβιόλα — η 1. μουσ. βαθύχορδο όργανο, το κοντραμπάσο 2. μτφ. πείνα, λόρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bassa viola (βλ. λ. μπάσο)] … Dictionary of Greek
πασαβιόλα — η 1. η μπασαβιόλα, βαθύχορδη βιόλα 2. φρ. «παίζω πασαβιόλα» είμαι θεονήστικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bassa viola (βλ. λ. μπάσο)] … Dictionary of Greek
πασαβιόλα — πασαβιόλα, η και μπασαβιόλα, η (λ. ιταλ.), μουσικό όργανο σε σχήμα μεγάλου βιολιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)